ἀκαθαρσία

ἀκαθαρσία
167 ἀκαθαρσία
{сущ., 10}
нечистота; перен. порочность или аморальность (о нечистоте похотливой, развратной, распутной или расточительной жизни).
Ссылки: Мф. 23:27; Рим. 1:24; 6:19; 2Кор. 12:21; Гал. 5:19; Еф. 4:19; 5:3; Кол. 3:5; 1Фес. 2:3; 4:7. LXX: 2930 (אמט), 2931 (אמֵָט), 2932 (הָאמְטֻ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἀκαθαρσία" в других словарях:

  • ἀκαθαρσία — ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc/acc dual ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίᾳ — ἀκαθαρσίαι , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακαθαρσία — η βρομιά, ρυπαρότητα: Οι δρόμοι γέμισαν ακαθαρσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαθαρσίας — ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc pl ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαι — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαν — ἀκαθαρσίᾱν , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσιῶν — ἀκαθαρσία uncleanness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαις — ἀκαθαρσία uncleanness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίη — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίην — ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»